- χάζι
- το(λ. τουρκ.)1. ευχαρίστηση, γούστο: Τον κάνω χάζι.2. φρ., «Έχει χάζι να...», θα ήταν ευχάριστο να...
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χάζι — το, Ν 1. το να κοιτάζει κανείς με ευχαρίστηση ασήμαντα πράγματα 2. φρ. α) «κάνω χάζι» μού αρέσει, μέ διασκεδάζει κάτι β) «έχει χάζι» i) είναι διασκεδαστικό ii) είναι ενδιαφέρον. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. haz «ευχαρίστηση»] … Dictionary of Greek
χαζός — ή, ό, Ν 1. (για πρόσ.) α) αυτός που χάσκει, χάχας β) (κατ* επέκτ.) ανόητος, ελαφρόμυαλος, βλάκας 2. (για πράγμ.) ανούσιος, ασήμαντος, χωρίς ενδιαφέρον ή καλό γούστο («χαζό έργο»). επίρρ... χαζά Ν με χαζό τρόπο («γελάει χαζά»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάζι … Dictionary of Greek
Odysseas Elytis — Saltar a navegación, búsqueda Odysseas Elytis Placa conmemorativa de Odysseas Elytis en la Logia Veneciana de Heraclión, en Creta … Wikipedia Español
Odysséas Elýtis — Placa conmemorativa de Odysséas Elýtis en la Logia Veneciana de Heraclión, en Creta. Nombre completo Ο … Wikipedia Español
Новогреческая литература — Греческая литература Древнегреческая литература (до 4 века) Византийская литература (4 15 века) Новогреческая литература (С 15 века настоящее время) п·XV век (от османского покорен … Википедия
σεΐρι — το, Ν θέα, χάζι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. seyir] … Dictionary of Greek
haz — HAZ, (rar) hazuri, s.n. 1. Stare de bună dispoziţie, de voioşie; veselie. ♢ Vorbe de haz = vorbe spirituale, glume. ♢ expr. A face haz = a se veseli, a petrece glumind; (cu determinări introduse prin prep. de ) a face glume pe seama cuiva, a şi… … Dicționar Român